ἱερουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δραματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>μουσ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργός Medium diacritics: ἱερουργός Low diacritics: ιερουργός Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hierourgós Transliteration B: hierourgos Transliteration C: ierourgos Beta Code: i(erourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερω[ργός] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός)
(νεοελλ.-μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή
αρχ.
1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες
2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη λατρεία της Αθηνάς επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ουργος (< έργον), πρβλ. δραματ-ουργός, μουσ-ουργός].