ἴκταρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> tout à la fois, ensemble;<br /><b>2</b> près de, proche.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, cf. <i>lat.</i> icere.
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> tout à la fois, ensemble;<br /><b>2</b> près de, proche.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, cf. <i>lat.</i> icere.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴκταρ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με ένα [[χτύπημα]], ταυτόχρονα («κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἥμενοι Διὸς [[ἴκταρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> «τὸ [[ἴκταρ]]» — το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε [[επίρρημα]] και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ī</i><i>c</i><i>ō</i> «[[κτυπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἴκταρ]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκταρ Medium diacritics: ἴκταρ Low diacritics: ίκταρ Capitals: ΙΚΤΑΡ
Transliteration A: íktar Transliteration B: iktar Transliteration C: iktar Beta Code: i)/ktar

English (LSJ)

(A), Adv.

   A close together, thickly (= πυκνῶς, Hsch.), κεραυνοὶ ἴ. ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο Hes.Th.691.    II Prep. c. gen., close to, hard by, ἴ. μελάθρων A.Ag.116 (lyr.); ἴ. ἥμενοι Διός Id.Eu.998(lyr.): c. dat., Alcm.23.80: abs., ταῦτα πρὸς τύραννον . . οὐδ' ἴ. βάλλει do not strike even near him, are quite wide of the mark, prov. in Pl.R.575c, cf. Ael.NA15.29.
ἴκταρ (B), τό,=

   A pudendum muliebre, Hp.Mul.2.174 (restored fr. Erot. and Gal.19.105: ἧπαρ (ἦπαρ) codd. Hp.).
ἴκταρ (C), ὁ, some kind of

   A fish, Call.Fr.38:—also ἰκτάρα, ἡ, Hsch.; = albula, Gloss.; cf. κτάρα.

German (Pape)

[Seite 1249] (ἵκω, eigtl. hinkommend, das Ziel treffend), auf einen u. denselben Wurf oder Schlag, zusammentreffend, zugleich, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστραπῇ ποτέοντο Hes. Th. 691. – Vom Orte, nahe kommend, τινός, Aesch. Ag. 115 Eum. 952; sprichwörtlich: ταῦτα πάντα πρὸς τύραννον τὸ λεγόμενον οὐδ' ἴκταρ βάλλει Plat. Rep. IX, 575 c, hat keinen Bezug auf ihn, trifft ihn nicht, eigtl. nicht einmal nahe trifft er, geschweige das Ziel; vgl. Ael. H. A. 15, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκταρ: Ἐπίρρ. (ἵκω), μὲ ἓν κτύπημα, εὐθέως, ταχέως, ἀμέσως, ὁμοῦ, ἐν τῷ ἅμα, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ Ἡσ. Θ. 691. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, πλησιέστατα, πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., ἴκτ. μελάθρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 117· ἴ. ἥμενοι Διὸς Εὐμ. 998· ταῦτα πρὸς τύραννον οὐδ’ ἴ. βάλλει, οὐδὲ πλησίον αὐτοῦ δὲν κτυποῦσι. πολὺ ἀπέχουσι τοῦ σκοποῦ. παροιμ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575C, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 29. ΙΙΙ. = τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον Γαλην. ἐν Λεξικ. Ἱπποκρ.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 tout à la fois, ensemble;
2 près de, proche.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, cf. lat. icere.

Greek Monolingual

(I)
ἴκταρ (Α)
επίρρ.
1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.)
2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.)
3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» — το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. īcō «κτυπώ»].———————— (II)
ἴκταρ, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].