ἱμαντελιγμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμαντελιγμός''': -οῦ, ὁ, συστροφὴ σχοινίου, [[παιδιά]] τις, [[Πολυδ]]. Θ΄ 118, Εὐστ. 979. 28. | |lstext='''ἱμαντελιγμός''': -οῦ, ὁ, συστροφὴ σχοινίου, [[παιδιά]] τις, [[Πολυδ]]. Θ΄ 118, Εὐστ. 979. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱμαντελιγμός]], ὁ (ΑΜ)<br />[[είδος]] παιδικού παιχνιδιού, [[σχοινάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑλιγμός]]<br />αξίζει να σημειωθεί η [[απουσία]] της δασύτητας του [[ἑλιγμός]] στο σύνθ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A pricking the tape, 'fast and loose', a trick practised at fairs, etc., Poll.9.118, Eust.979.28.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, das Riemendrehen, ein Spiel, Poll. 9, 118; Eust. 979, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντελιγμός: -οῦ, ὁ, συστροφὴ σχοινίου, παιδιά τις, Πολυδ. Θ΄ 118, Εὐστ. 979. 28.
Greek Monolingual
ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ)
είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ἑλιγμός
αξίζει να σημειωθεί η απουσία της δασύτητας του ἑλιγμός στο σύνθ.].