ισηγορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.