ἰχθύβοτος: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(6_15) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθύβοτος''': -ον, ([[τόπος]]) [[ἔνθα]] βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80. | |lstext='''ἰχθύβοτος''': -ον, ([[τόπος]]) [[ἔνθα]] βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fed on by fish, Opp.H.2.1, Epic.Oxy.213v.15.
German (Pape)
[Seite 1275] von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύβοτος: -ον, (τόπος) ἔνθα βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.
Greek Monolingual
ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, ιππό-βοτος].