καλλίστευμα: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet le plus beau :<br /><b>1</b> extrême beauté;<br /><b>2</b> la plus belle offrande, le plus beau présent;<br /><b>3</b> fleur de beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιστεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />objet le plus beau :<br /><b>1</b> extrême beauté;<br /><b>2</b> la plus belle offrande, le plus beau présent;<br /><b>3</b> fleur de beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιστεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλίστευμα]], τὸ (Α) [[καλλιστεύω]]<br /><b>1.</b> το [[προτέρημα]] της ωραιότητας, το υπέροχο [[κάλλος]]<br /><b>2.</b> το [[βραβείο]] της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων [[ἔμολον]] γᾱν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο [[βραβείο]] ωραιότητας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639. II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet le plus beau :
1 extrême beauté;
2 la plus belle offrande, le plus beau présent;
3 fleur de beauté.
Étymologie: καλλιστεύω.
Greek Monolingual
καλλίστευμα, τὸ (Α) καλλιστεύω
1. το προτέρημα της ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.