καλοπροαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(18) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλοπροαίρετος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου. | |lstext='''καλοπροαίρετος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλοπροαίρετος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή [[προαίρεση]], τίμια [[πρόθεση]], [[καλόγνωμος]], [[καλότροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή [[προαίρεση]] («καλοπροαίρετη [[προσφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοπροαίρετα</i><br />με καλή [[πρόθεση]], με τίμια [[προαίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>προαιροῦμαι</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
καλοπροαίρετος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλοπροαίρετος, -ον)
αυτός που έχει καλή προαίρεση, τίμια πρόθεση, καλόγνωμος, καλότροπος
νεοελλ.
(για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή προαίρεση («καλοπροαίρετη προσφορά»).
επίρρ...
καλοπροαίρετα
με καλή πρόθεση, με τίμια προαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + προαιροῦμαι].