καρδιόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(a) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1326.png Seite 1326]] im Herzen getroffen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1326.png Seite 1326]] im Herzen getroffen, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρδιόπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>(σχόλ.)</b> αυτός που έχει πληγεί στην [[καρδιά]] από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, [[εμβρόντητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φαντασιό</i>-<i>πληκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).
German (Pape)
[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.
Greek Monolingual
καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].