κατάκολλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(6_17)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκολλος''': -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, [[μέλαν]] Αἰν. Τακτ. 31.
|lstext='''κατάκολλος''': -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, [[μέλαν]] Αἰν. Τακτ. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκολλος]], -ον (Α)<br />ο αναμεμιγμένος με [[κόλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έγ</i>-<i>κολλος</i>, [[παρά]]-<i>κολλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκολλος Medium diacritics: κατάκολλος Low diacritics: κατάκολλος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: katákollos Transliteration B: katakollos Transliteration C: katakollos Beta Code: kata/kollos

English (LSJ)

ον,

   A mixed with glue, μέλαν Aen.Tact.31.10.

German (Pape)

[Seite 1355] mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκολλος: -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, μέλαν Αἰν. Τακτ. 31.

Greek Monolingual

κατάκολλος, -ον (Α)
ο αναμεμιγμένος με κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ-κολλος, παρά-κολλος].