κατάσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάσαρκος''': -ον, [[λίαν]] [[σαρκώδης]], [[πολύσαρκος]], [[εὐτραφής]], κ. καὶ [[καταπίμελος]] Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ [[κατάξηρος]]. | |lstext='''κατάσαρκος''': -ον, [[λίαν]] [[σαρκώδης]], [[πολύσαρκος]], [[εὐτραφής]], κ. καὶ [[καταπίμελος]] Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ [[κατάξηρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάσαρκος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοριέται [[πάνω]] ακριβώς από τη [[σάρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ [[σαρκώδης]], [[παχύσαρκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατάσαρκα]] (Μ [[κατάσαρκα]])<br />ακριβώς [[πάνω]] από τη [[σάρκα]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>σαρκος</i>, [[περί]]-<i>σαρκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fleshy, plump, Agatharch.Fr.Hist.7 J., Sor.2.57, Antyll. ap. Orib.7.12.8, Alciphr.Fr.5.3; gloss on σωμασκίας, Hdn. Epim.130.
German (Pape)
[Seite 1377] mit Fleisch versehen, fleischig; Ath. XII, 550 c; Ggstz κατάξηρος, Alciphr. frg. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσαρκος: -ον, λίαν σαρκώδης, πολύσαρκος, εὐτραφής, κ. καὶ καταπίμελος Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ κατάξηρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάσαρκος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα
αρχ.
πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος.
επίρρ...
κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα)
ακριβώς πάνω από τη σάρκα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν-σαρκος, περί-σαρκος].