κατωμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὦμος]]): ([[down]]) [[from]] ([[over]]) the [[shoulder]], of the discus so hurled, Il. 23.431†. (See [[cut]] No. 30.)
|auten=([[ὦμος]]): ([[down]]) [[from]] ([[over]]) the [[shoulder]], of the discus so hurled, Il. 23.431†. (See [[cut]] No. 30.)
}}
{{grml
|mltxt=[[κατωμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοριέται [[πάνω]] στον ώμο ή [[είναι]] κρεμασμένος από τους ώμους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσκος]] [[κατωμάδιος]]» — ο [[δίσκος]] που εκσφενδονίζεται με το [[χέρι]] σηκωμένο [[πάνω]] από το ύψος του ώμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠμ</i>-<i>ά</i>-<i>διος</i> «αυτός που περνάει [[πάνω]] από τον ώμο»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωμάδιος Medium diacritics: κατωμάδιος Low diacritics: κατωμάδιος Capitals: ΚΑΤΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: katōmádios Transliteration B: katōmadios Transliteration C: katomadios Beta Code: katwma/dios

English (LSJ)

[ᾰδ], α, ον, (ὦμος)

   A from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown down from the shoulder, i.e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.23.431.    II worn or borne on the shoulder, Call.Cer.45, Mosch.Fr.4.

German (Pape)

[Seite 1406] auf, an der Schulter; δίσκος Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία κλείς Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).

Greek (Liddell-Scott)

κατωμάδιος: ᾰ, α, ον, (ὦμος) ἀπὸ τοῦ ὤμου, δίσκος κατ., δίσκος ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς ὑπὲρ τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. κατωμαδόν. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du haut de l’épaule : κατωμάδιος δίσκος IL disque lancé avec force (propr. de l’épaule).
Étymologie: κατά, ὦμος.

English (Autenrieth)

(ὦμος): (down) from (over) the shoulder, of the discus so hurled, Il. 23.431†. (See cut No. 30.)

Greek Monolingual

κατωμάδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους
2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» — ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος του ώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠμ-ά-διος «αυτός που περνάει πάνω από τον ώμο»].