κεράμβηλον: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]]. | |lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A scarecrow in a garden, Hsch.; also, a kind of beetle fixed on fig-trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.
German (Pape)
[Seite 1419] τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμβηλον: τό, φόβητρον τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως εἶδος κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς ὅπως ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. κεράμβυξ.
Greek Monolingual
κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)
1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο
2. είδος σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας
ἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].