κιόνιον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.
|lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κιόνιον]], Μ και κιόνιν) [[κίων]]<br />(υποκορ. του [[κίων]]) [[μικρός]] [[κίονας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]] («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)<br /><b>2.</b> [[πόδι]] τραπεζιού ή καρέκλας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεντρικός]] [[άξονας]] [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑόνιον Medium diacritics: κιόνιον Low diacritics: κιόνιον Capitals: ΚΙΟΝΙΟΝ
Transliteration A: kiónion Transliteration B: kionion Transliteration C: kionion Beta Code: kio/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of κίων,

   A small pillar, Ph.Bel.76.15, Poll.7.73, IG3.162, CIG4608 (Palestine).    II central column in a snail's shell, Dsc.2.4.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, dim. von κίων, kleine Säule; Poll. 7, 73; Inscr. – Im Schneckengehäuse das Pfeilerchen, die Spindel, um welche sich das Schneckengewinde dreht.

Greek (Liddell-Scott)

κῑόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίων, κιονίσκος, μικρὸς κίων, Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, Πολυδ. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ ἕλιξ ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.

Greek Monolingual

το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) κίων
(υποκορ. του κίων) μικρός κίονας
μσν.
1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)
2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας
αρχ.
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές κέλυφος τών οστρακοδέρμων.