κηρόπισσος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_14) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρόπισσος''': ὁ, [[ἀλοιφή]] τις ἐκ κηροῦ καὶ πίσσης, Ἱππ. 467. 42· πρβλ. [[πισσόκηρος]]. | |lstext='''κηρόπισσος''': ὁ, [[ἀλοιφή]] τις ἐκ κηροῦ καὶ πίσσης, Ἱππ. 467. 42· πρβλ. [[πισσόκηρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηρόπισσος]], ὁ (Α)<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] και [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πίσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wax-pitch, an ointment, Hp.Morb.2.18, cf. Gloss.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, Wachspech, Salbe aus Wachs u. Pech (πίσσα), welche die Aerzte brauchten und womit sich die Fechter bestrichen, Hippocr. S. auch πισσόκηρος.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόπισσος: ὁ, ἀλοιφή τις ἐκ κηροῦ καὶ πίσσης, Ἱππ. 467. 42· πρβλ. πισσόκηρος.
Greek Monolingual
κηρόπισσος, ὁ (Α)
αλοιφή από κερί και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πίσσα.