κιρράζω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_1)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρράζω''': [[γίνομαι]] κιτρινωπός, [[κιτρινίζω]], Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.
|lstext='''κιρράζω''': [[γίνομαι]] κιτρινωπός, [[κιτρινίζω]], Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιρράζω]] (Μ) [[κιρρός]]<br />[[γίνομαι]] [[κίτρινος]], [[κιτρινίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κιρράζω: γίνομαι κιτρινωπός, κιτρινίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.

Greek Monolingual

κιρράζω (Μ) κιρρός
γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω.