κληρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23. | |lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῑον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for casting lots, τὸ -κόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.
German (Pape)
[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.
Greek Monolingual
κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.