κοινολογώ: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 07:24, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM κοινολογῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω
μσν.
συζητώ
μσν.-αρχ.
μέσ. κοινολογοῦμαι, -έομαι
(με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «γράμματα κοινολογούμενα κατά μίμησιν» — γράμματα, σημεία, που ερμηνεύονται με την κύρια σημασία τους (Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ευφυο-λογώ, σταχυο-λογώ].