κοινίτης: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(b)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινίτης]], ὁ (Α) [[κοινός]]<br />(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει [[κάποιος]], ο [[κοινός]] («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.

Greek Monolingual

κοινίτης, ὁ (Α) κοινός
(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.).