κοινοβιακός: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_11) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ. | |lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοινοβιακός]], -ή, -όν) [[κοινόβιος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κοινόβιο]] («κοινοβιακή ζωή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοβιακά</i> (Μ κοινοβιακῶς)<br />με τον τρόπο του κοινοβίου, με [[κοινή]] ζωή. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1467] zum gemeinsamen, Klosterleben gehörig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβιακός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κοινοβιακός, -ή, -όν) κοινόβιος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»).
επίρρ...
κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς)
με τον τρόπο του κοινοβίου, με κοινή ζωή.