κόλλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6_21)
 
(21)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλλος''': τό, = [[κάλλαιον]], Κλήμ. Ἀλ. 263, καὶ [[αὐτόθι]] Δινδ.
|lstext='''κόλλος''': τό, = [[κάλλαιον]], Κλήμ. Ἀλ. 263, καὶ [[αὐτόθι]] Δινδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόλλος]], τὸ (Α)<br />το [[κάλλαιον]], το [[λειρί]], το [[λοφίο]] του πετεινού.
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κόλλος: τό, = κάλλαιον, Κλήμ. Ἀλ. 263, καὶ αὐτόθι Δινδ.

Greek Monolingual

κόλλος, τὸ (Α)
το κάλλαιον, το λειρί, το λοφίο του πετεινού.