κοινογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινογενής''': -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ [[ἰδιογενής]], Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''κοινογενής''': -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ [[ἰδιογενής]], Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε από την [[ένωση]] δύο διαφορετικών γενών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγ</i>-<i>γενής</i>, <i>συγ</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογενής Medium diacritics: κοινογενής Low diacritics: κοινογενής Capitals: ΚΟΙΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koinogenḗs Transliteration B: koinogenēs Transliteration C: koinogenis Beta Code: koinogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A hybridizing, opp. ἰδιογενής, φύσις Pl.Plt.265e.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογενής, Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

κοινογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γενής (< γένος), πρβλ. παγ-γενής, συγ-γενής].