κόλλα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gomme ; colle.<br />'''Étymologie:''' DELG mot i.-e.
|btext=ης (ἡ) :<br />gomme ; colle.<br />'''Étymologie:''' DELG mot i.-e.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κόλλα]])<br />[[κάθε]] [[γλοιώδης]] [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμυλο]] ή [[άλλη]] ύλη που χρησιμοποιείται για [[κολλάρισμα]] ρούχων<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για να κάνει το [[κρασί]] διαυγές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόλλα]] [[λουξ]]»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[ονομασία]] ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολ</i>-<i>yă</i>. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kol</i>(<i>e</i>)<i>i</i>- «[[κόλλα]]», εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>klejĭ</i>, ρωσ. <i>klej</i> «[[κόλλα]]» και μσν. [[κάτω]] γερμ. <i>helen</i> «[[κολλώ]]». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>colla</i>, γαλλ. <i>colle</i>. Συνώνυμη [[είναι]] η λ. [[γλοιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολλώ]], [[κολλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολλήεις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κολλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κολλεψός]], [[κολλομελώ]], [[κολλοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κολλογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ιχθυόκολλα]], [[λιθόκολλα]], [[ξυλόκολλα]], [[χρυσόκολλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξηρόκολλα]], [[σαρκόκολλα]], [[ταυρόκολλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλευρόκολλα]], [[αμυγδαλόκολλα]], [[αμυλόκολλα]], <i>αργιλόκολλα</i>, [[γυψόκολλα]], [[δενδρόκολλα]], [[δερματόκολλα]], [[οστεόκολλα]], [[φυτόκολλα]], [[χονδρόκολλα]], [[ψαρόκολλα]]. Με τη [[μορφή]] -[[κόλλος]], -<i>κολλον</i>: [[πρωτόκολλο]](ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άκολλος</i>, [[αμφίκολλος]], [[αρτίκολλος]], [[γυιόκολλος]], <i>έγκολλος</i>, [[εύκολλος]], [[εχέκολλος]], [[ιχθυόκολλον]], [[κατάκολλος]], [[λιθόκολλος]], [[παράκολλος]], [[πρόσκολλος]], [[σύγκολλος]], [[ταυρόκολλον]], [[χρυσόκολλος]].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[κόλλα]])<br />ακέραιο [[φύλλο]] χαρτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>colla</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλᾰ Medium diacritics: κόλλα Low diacritics: κόλλα Capitals: ΚΟΛΛΑ
Transliteration A: kólla Transliteration B: kolla Transliteration C: kolla Beta Code: ko/lla

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A glue, Hdt.2.86, Hp.Art.33, Arist.Ph.227a17, IG22.1672.68.    2 flour-paste, Dsc.2.85.

German (Pape)

[Seite 1473] ἡ, der Leim; Her. 2, 86; Arist. Heteor. 4, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλᾰ: ης, Λατ. gluten, Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gomme ; colle.
Étymologie: DELG mot i.-e.

Greek Monolingual

(I)
η (AM κόλλα)
κάθε γλοιώδης ουσία που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις
νεοελλ.
1. άμυλο ή άλλη ύλη που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα ρούχων
2. ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει το κρασί διαυγές
3. φρ. «κόλλα λουξ»
(τροφ. τεχνολ.) ονομασία ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολ-. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kol(e)i- «κόλλα», εμφανίζει επίθημα - και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. klejĭ, ρωσ. klej «κόλλα» και μσν. κάτω γερμ. helen «κολλώ». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, πρβλ. ιταλ. colla, γαλλ. colle. Συνώνυμη είναι η λ. γλοιός.
ΠΑΡ. κολλώ, κολλώδης
αρχ.
κολλήεις
μσν.
κολλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κολλεψός, κολλομελώ, κολλοπώλης
νεοελλ.
κολλογόνος. (Β' συνθετικό) ιχθυόκολλα, λιθόκολλα, ξυλόκολλα, χρυσόκολλα
αρχ.
ξηρόκολλα, σαρκόκολλα, ταυρόκολλα
νεοελλ.
αλευρόκολλα, αμυγδαλόκολλα, αμυλόκολλα, αργιλόκολλα, γυψόκολλα, δενδρόκολλα, δερματόκολλα, οστεόκολλα, φυτόκολλα, χονδρόκολλα, ψαρόκολλα. Με τη μορφή -κόλλος, -κολλον: πρωτόκολλο(ν)
αρχ.
άκολλος, αμφίκολλος, αρτίκολλος, γυιόκολλος, έγκολλος, εύκολλος, εχέκολλος, ιχθυόκολλον, κατάκολλος, λιθόκολλος, παράκολλος, πρόσκολλος, σύγκολλος, ταυρόκολλον, χρυσόκολλος.———————— (II)
η (Μ κόλλα)
ακέραιο φύλλο χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colla].