κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(21) |
(No difference)
|
η
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας coleophoridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleophora (< coleo- < κολεόν) + -phora (πρβλ. -φόρα, πληθ. του -φόρος < φέρω)].