κοπρόχωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανό-χωμα, κουμαρό-χωμα)].