κοόρτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_12)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοόρτις''': -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, [[σύνταγμα]] πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, [[ἤτοι]] ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ [[κοόρτις]] τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.
|lstext='''κοόρτις''': -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, [[σύνταγμα]] πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, [[ἤτοι]] ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ [[κοόρτις]] τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.
}}
{{grml
|mltxt=-ιος και -εως, η (Α [[κοόρτις]], -ιος)<br />[[τμήμα]] στρατού από [[τρεις]] σπείρες, που αποτελούσε τη βασική [[μονάδα]], [[δηλαδή]] το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[σύνολο]] ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει [[μαζί]] το ίδιο δημογραφικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ίδιας περιόδου. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cohors</i>-<i>tis</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοόρτις Medium diacritics: κοόρτις Low diacritics: κοόρτις Capitals: ΚΟΟΡΤΙΣ
Transliteration A: koórtis Transliteration B: koortis Transliteration C: koortis Beta Code: koo/rtis

English (LSJ)

ιος, ἡ, the Roman

   A cohors, Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1482] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κοόρτις: -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, σύνταγμα πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, ἤτοι ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ κοόρτις τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.

Greek Monolingual

-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].