κορυφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui occupe le sommet <i>ou</i> la première place ; <i>subst.</i> ὁ [[κορυφαῖος]] le chef ; <i>particul.</i> le chef d’un chœur, le coryphée;<br /><b>2</b> surmonté d’une houppe : ὁ [[κορυφαῖος]] [[πῖλος]] PLUT le bonnet à houppe (des flamines, <i>lat.</i> apex);<br /><i>Sp.</i> κορυφαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui occupe le sommet <i>ou</i> la première place ; <i>subst.</i> ὁ [[κορυφαῖος]] le chef ; <i>particul.</i> le chef d’un chœur, le coryphée;<br /><b>2</b> surmonté d’une houppe : ὁ [[κορυφαῖος]] [[πῖλος]] PLUT le bonnet à houppe (des flamines, <i>lat.</i> apex);<br /><i>Sp.</i> κορυφαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑM κορυφαῑος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο [[σημείο]], στην [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> ο [[ανώτατος]], ο [[άριστος]], αυτός που υπερέχει, ο [[πρώτος]] (α. «ο [[κορυφαίος]] τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στο αρχαίο ελλ. [[θέατρο]]) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο [[πρώτος]] του χορού («[[ὥσπερ]] οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κορυφαίο]](<i>ν</i>)<br />το ανώτερο οριζόντιο [[δοκάρι]] της στέγης, ο [[κορφιάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[βιολιστής]] της ορχήστρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κορυφαία]] [[δοκός]]» — ο [[κορφιάς]]<br />β) «[[κορυφαία]] ιστίου»<br /><b>ναυτ.</b> η άνω οριζόντια [[πλευρά]] τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην [[κεραία]] ή η λοξή [[πλευρά]] τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο<br />γ) «[[κορυφαία]] ακτής» — η νοητή [[καμπύλη]] στην οποία καταλήγει [[προς]] τα άνω η [[διατομή]] μιας ακτής<br />δ) «[[κορυφαία]] ορθοδρομίας»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης [[πάνω]] στον [[χάρτη]] το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό [[πλάτος]] όταν και το αρχικό και το τελικό [[στίγμα]] του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο επικεφαλής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[επίσκοπος]] β) [[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[τούφα]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού<br />β) (στην Επίδαυρο) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού<br />β) <b>αρχιτ.</b> (για το [[τύμπανο]]) το κεντρικό [[μέρος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κορυφαῑα</i><br />τα μέρη [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] θυσιασμένου ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρ</i>-<i>αίος</i>, <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφαῖος Medium diacritics: κορυφαῖος Low diacritics: κορυφαίος Capitals: ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Transliteration A: koryphaîos Transliteration B: koryphaios Transliteration C: koryfaios Beta Code: korufai=os

English (LSJ)

ὁ,

   A head man, chief, leader, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib.159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht.173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60 codd., cf. Arist.Pol.1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl.953.    II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of... Hdn.8.3.5; κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41.    2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: Sup. κορυφαιότατος in later Gr., κ. ἀρχαί CIG3885 (Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφαῖος: ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. αὐτόθι 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος ὥσπερ ὁ ἐν τῷ χορῷ κορυφαῖος, Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. πῖλος ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. τέλος τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ Διός, παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui occupe le sommet ou la première place ; subst.κορυφαῖος le chef ; particul. le chef d’un chœur, le coryphée;
2 surmonté d’une houppe : ὁ κορυφαῖος πῖλος PLUT le bonnet à houppe (des flamines, lat. apex);
Sp. κορυφαιότατος.
Étymologie: κορυφή.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM κορυφαῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην κορυφή
2. ο ανώτατος, ο άριστος, αυτός που υπερέχει, ο πρώτος (α. «ο κορυφαίος τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», Ηρόδ.)
3. (στο αρχαίο ελλ. θέατρο) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο πρώτος του χορού («ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. το πάνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. το κορυφαίο(ν)
το ανώτερο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, ο κορφιάς
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μουσ. ο πρώτος βιολιστής της ορχήστρας
2. φρ. α) «κορυφαία δοκός» — ο κορφιάς
β) «κορυφαία ιστίου»
ναυτ. η άνω οριζόντια πλευρά τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην κεραία ή η λοξή πλευρά τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο
γ) «κορυφαία ακτής» — η νοητή καμπύλη στην οποία καταλήγει προς τα άνω η διατομή μιας ακτής
δ) «κορυφαία ορθοδρομίας»
ναυτ. το σημείο της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης πάνω στον χάρτη το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος όταν και το αρχικό και το τελικό στίγμα του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικεφαλής
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) επίσκοπος β) προσωνυμία του Διός
2. το θηλ. ως ουσ. α) τούφα στην κορυφή του κεφαλιού
β) (στην Επίδαυρο) προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού
β) αρχιτ. (για το τύμπανο) το κεντρικό μέρος
γ) στον πληθ. τὰ κορυφαῑα
τα μέρη γύρω από το κεφάλι θυσιασμένου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αῖος (πρβλ. ακρ-αίος, πηγ-αίος)].