κοπριά: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῡτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό του τόνου. Η συνίζηση της κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].