κοσμήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κοσμητήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 9. 8. ΙΙ. ἐπὶ γυναικὸς κατεχούσης θέσιν ἄρχοντος ἐν Ἐφέσῳ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2823, 3002 καὶ 3. | |lstext='''κοσμήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κοσμητήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 9. 8. ΙΙ. ἐπὶ γυναικὸς κατεχούσης θέσιν ἄρχοντος ἐν Ἐφέσῳ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2823, 3002 καὶ 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοσμήτειρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοσμητήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of -ητήρ, Orph.H.10.8. II κ. τῆς Ἀρτέμιδος, title of a female magistrate at Ephesus, SIG1228 (Ephesus, iii A. D.), CIG2823.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κοσμητήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 8. ΙΙ. ἐπὶ γυναικὸς κατεχούσης θέσιν ἄρχοντος ἐν Ἐφέσῳ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2823, 3002 καὶ 3.
Greek Monolingual
κοσμήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κοσμητήρ.