κουτί: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Μ κουτί)
κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα
νεοελλ.
φρ. α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε
β) «κουτί μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, τελείως κατάλληλο, στα μέτρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον (υποκορ. του κύτος, το), με κώφωση (-υ- > -ου-), πρβλ. κουλλός < κυλλός.