κρανέινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο και κρανένιος, -α, -ο (AM κρανέινος, -ΐνη, -ον, Α και κρανάϊνος, -ΐνη, -ον και κράνινος, -ίνη, -ον)
κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. οστέ-ινος, στυππέ-ινος). Ο τ. κρανάινος κατά το πρότυπο παραγώγων όπως το ελά-ινος].