κράτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(T22)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κρατίστη, κράτιστον, [[superlative]] of the adjective [[κρατύς]] ([[κράτος]]) (from ([[Homer]]) [[Pindar]] [[down]]), mightiest, strongest, noblest, [[most]] [[illustrious]], [[best]], [[most]] [[excellent]]: vocative κράτιστε used in addressing men of [[conspicuous]] [[rank]] or [[office]], Theophrastus, [[char]]. 5; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], de oratt. 1; Josephus, Antiquities 4,6, 8), [[because]] in Acts 1:1 it is omitted in addressing the [[same]] [[person]]. Cf. Grimm in Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 50f.
|txtha=κρατίστη, κράτιστον, [[superlative]] of the adjective [[κρατύς]] ([[κράτος]]) (from ([[Homer]]) [[Pindar]] [[down]]), mightiest, strongest, noblest, [[most]] [[illustrious]], [[best]], [[most]] [[excellent]]: vocative κράτιστε used in addressing men of [[conspicuous]] [[rank]] or [[office]], Theophrastus, [[char]]. 5; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], de oratt. 1; Josephus, Antiquities 4,6, 8), [[because]] in Acts 1:1 it is omitted in addressing the [[same]] [[person]]. Cf. Grimm in Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 50f.
}}
{{grml
|mltxt=-η -ο (AM [[κράτιστος]], -ίστη, -ον, Α επικ. τ. [[κάρτιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>1.</b> ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορυφαίος]], [[κάλλιστος]], [[άριστος]] («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η κλητ. ως [[τίτλος]] προσφωνήσεως) <i>κράτιστε</i><br />εξοχότατε, ενδοξότατε<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ κράτιστοι</i> και <i>τὰ κράτιστα</i><br />η [[αριστοκρατία]], οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κρατίστη</i><br />(στη [[Ρώμη]]) [[γυναίκα]] από την [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κράτιστα</i><br />άριστα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῡ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῡ κρατίστου γίγνεται ἡ [[επιβολή]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρείσσων]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτιστος Medium diacritics: κράτιστος Low diacritics: κράτιστος Capitals: ΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: krátistos Transliteration B: kratistos Transliteration C: kratistos Beta Code: kra/tistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. κάρτ- (as always in Hom.), isolated Superl. from κρατύς,

   A strongest, mightiest, Il.1.266, etc.; θεῶν κ., i.e. Zeus. Pi.O.14.13; κ. Ἑλλήνων, i.e. Achilles, S.Ph.3: in Prose, εἰ τοὺς κ. ἐνικήσαμεν Th.7.67; Λημνίων τὸ κ. the best of their men, Id.5.8; τὸ δυνάμεως κ. the strength or flower of... X.Cyr.6.1.28, etc.; of things, καρτίστην . . μάχην fiercest fight, Il.6.185; δεσμὸς κ. Ti.Locr.99a.    2 generally, best, most excellent, as Sup. of ἀγαθός, Pi.I.1.17, S.Ant. 1050, etc.: colloquially, "ἄνδρα κ. εἰπών Thphr. Char.5.2; οἱ κράτιστοι the aristocracy, X.HG7.1.42, v. ἀγαθός 1; τὰ κ. τῆς χώρας ib.3.4.20.    b as a title or mode of address, κράτιστε Θεόφιλε Ev.Luc. 1.3; esp. = Lat. egregius, ὁ κ. ἡγεμών PFay.p.33 (i A.D.); ὁ κ. ἐπίτροπος BGU891 (ii A.D.); ἡ κ., of a woman of the equester ordo, IG14. 1346; also, = Lat. clarissimus, of Senators, ὁ κ. ἀνθὐπατος ib.9(1).61; ὁ κ. συγκλητικός IGRom.3.581, etc.; ἡ κ. βουλή POxy.2108.6 (iii A. D.).    c with modal words added, κ. τὴν ψυχήν Th.2.40; πάντων πάντα κ. best of all in... X.An.1.9.2; ἔν τινι Id.Mem.3.4.5; εἴς τι Pl. Phlb.67b; περί τι Id.Plt.257a; πρός τι X.HG3.4.16: c. inf., best at doing, Th.2.81, Pl.Phdr.267d, X.Mem.1.4.1, etc.: c. part., τῶν ἡλίκων κ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Id.Cyr.1.3.15.    3 neut. folld. by inf., φυγέειν κάρτιστον to flee were best, Od.12.120, cf. E.El. 379, Ar.Eq.80, etc.: in pl., κράτιστα . . ἑλεῖν E.Med.384: abs., ὅπερ κ. the main point, Th.1.143.    4 Adv. usages, ἀπὸ τοῦ κρατίστου in all good faith, Plb.8.17.4; κατὰ τὸ κ. D.H.2.22: neut. pl. κράτιστα as Adv., X.HG3.4.16, Ages.1.25.—The Comp. in use is κρείσσων (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κράτιστος: ᾰ, η, ον, Ἐπικ. κάρτ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), μεμονωμένον ὑπερθ. ἐκ τοῦ κρατύς· (κράτος)· ― ὁ ἰσχυρότατος, ὁ δυνατώτατος, ὁ ἄριστος, Ἰλ. Α. 266, κτλ.· κρ. θεῶν, δηλ. ὁ Ζεύς, Πινδ. Ο. 14. 20· κρ. Ἑλλήνων, ὅ ἐστιν ὁ Ἀχιλλεύς, Σοφ. Φ. 3· ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, εἰ τοὺς κρ. νικήσαιμεν Θουκ. 7. 67· Λημνίων τὸ κρ., οἱ ἄριστοι ἐκ τῶν Λημνίων, Θουκ. 5. 8· δυνάμεως τὸ κρ., τὸ ἄνθος, τὸ ἄριστον μέρος τῆς δυνάμεως..., Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28, κτλ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, καρτίστην... μάχην, ἡ ἀγριωτάτη μάχη, Ἰλ. Ζ. 185· δεσμὸς κρ. Τίμ. Λοκρ. 99Α. 2) καθόλου, ἄριστος, ἔξοχος, ἐξοχώτατος, ὡς ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Πινδ. Π. 1. 25, Σοφ. Ἀντ. 1050, κτλ.· ― οἱ κράτιστοι, ὡς οἱ βέλτιστοι, περὶ τῶν εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν ἀνηκόντων, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, ἴδε ἀγαθὸς Ι· ― τὰ κρ. τῆς χώρας αὐτόθι 3. 4, 20. β) ὁριζόμενον διὰ λέξεων τροπικῶν ἢ τοῦ κατά τι, κρ. τὴν ψυχὴν Θουκ. 2. 40· πάντων πάντα κρ., ὁ ἄριστος πάντων εἰς ὅλα, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 2· ἔν τινι ὁ αὐτ. εἰς Ἀπομν. 3. 4, 5· εἴς τι Πλάτ. Φίληβ. 67Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 257Α· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἱκανώτατος εἰς τὸ πράττειν, Θουκ. 2. 81, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 267D, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1, κτλ.· καὶ μετὰ μετοχῆς, τῶν ἡλίκων κρ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Ξεν. Κύρ. 1. 3, 15. 3) οὐδ. ἑπομένου ἀπαρεμφ., φυγέειν κάρτιστον (δηλ. ἦν), «τὸ καλλίτερον» ἦτο ἡ φυγή, Ὀδ. Μ. 120, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 370, Ἀριστοφ. Ἱππ. 80, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτιστα... ἑλεῖν Εὐρ. Μήδ. 384. 4) ἐπιρρηματ. χρήσεις, ἀπὸ τοῦ κρατίστου, σπουδαίως, σοβαρῶς, Πολύβ. 8. 19, 4· κατὰ τὸ κρ. Διον. Ἁλ. 2. 22· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., κράτιστα, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16, Ἀγησ. 1, 25. ― Τὸ ἐν χρήσει συγκρ. εἶναι κρείσσων, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

épq. κάρτιστος;
η, ον :
très fort ou le plus fort :
1 très fort, très solide, très résistant : κάρτιστος καὶ ὤκιστος πετεηνῶν IL (l’aigle) le plus fort et le plus rapide des oiseaux ; κρατίστη μάχη IL combat violent;
2 très puissant;
3 excellent, le meilleur : τι, πρός τι pour qch, en vue de qch ; ποιεῖν τι THC pour faire qch ; τῶν ἡλίκων κράτιστος ἀκοντίζων καὶ τοξεύων XÉN l’emporter sur ses camarades pour lancer le javelot et les flèches ; κράτιστόν (ἐστι) OD avec l’inf. le mieux, le plus sage ou le plus avantageux est de… ; adv. • τὰ κράτιστα THC, • κράτιστα XÉN très bien, supérieurement, le mieux possible.
Étymologie: κράτος.

English (Slater)

κρᾰτιστος
   1 greatest, best τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν pr. (O. 9.100) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.58) (Αἴας) ὃν κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ πόρευσαν (N. 7.27) κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos (I. 1.17) epith. of Zeus, θεῶν κρατίστου παῖδες (κρατιστόπαιδες Σ.) (O. 14.14) ὁ κράτιστος (κάρτιστος v. l.) Πα. 7B. 50. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν; κέντρον, multa alia conicias” nott. Snell) fr. 222. 3.

English (Strong)

superlative of a derivative of κράτος; strongest, i.e. (in dignity) very honorable: most excellent (noble).

English (Thayer)

κρατίστη, κράτιστον, superlative of the adjective κρατύς (κράτος) (from (Homer) Pindar down), mightiest, strongest, noblest, most illustrious, best, most excellent: vocative κράτιστε used in addressing men of conspicuous rank or office, Theophrastus, char. 5; Dionysius Halicarnassus, de oratt. 1; Josephus, Antiquities 4,6, 8), because in Acts 1:1 it is omitted in addressing the same person. Cf. Grimm in Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 50f.

Greek Monolingual

-η -ο (AM κράτιστος, -ίστη, -ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, -ίστη, -ον)
1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.)
2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.)
αρχ.
1. (η κλητ. ως τίτλος προσφωνήσεως) κράτιστε
εξοχότατε, ενδοξότατε
2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κράτιστοι και τὰ κράτιστα
η αριστοκρατία, οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», Ξεν.)
3. το θηλ. ως ουσ. ή κρατίστη
(στη Ρώμη) γυναίκα από την τάξη τών ιππέων
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κράτιστα
άριστα
5. φρ. «ἀπὸ τοῡ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῡ κρατίστου γίγνεται ἡ επιβολή», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρείσσων.