κουφόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_14) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουφόλῐθος''': ὁ, [[λευκός]] τις [[λίθος]] τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος [[μετὰ]] πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ. | |lstext='''κουφόλῐθος''': ὁ, [[λευκός]] τις [[λίθος]] τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος [[μετὰ]] πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κουφόλιθος]])<br />[[σκόνη]] από κονιορτοποιημένο [[λευκό]] λίθο που τον χρησιμοποιούσαν στη [[χρωματουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κουφ</i>(<i>ο</i>)- (II) <span style="color: red;">+</span> -<i>λιθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ογκό</i>-<i>λιθος</i>, <i>σχιστό</i>-<i>λιθος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A talc or talc-powder, PHolm.2.21, al., PLeid.X.6, Alex.Aphr.in Mete.161.6, 15, Aët.2.68.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόλῐθος: ὁ, λευκός τις λίθος τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος μετὰ πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ.
Greek Monolingual
ο (Α κουφόλιθος)
σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τον χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II) + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκό-λιθος, σχιστό-λιθος].