κρούστης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(7) |
(22) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=krou/sths | |Beta Code=krou/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">petulcus</b>, Dosith.<span class="bibl">p.397</span> K.</span> | |Definition=ου, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">petulcus</b>, Dosith.<span class="bibl">p.397</span> K.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κρούστης]]) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται [[κάτι]], [[επικρουστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το [[κεφάλι]] ή με τα κέρατα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = Lat.
A petulcus, Dosith.p.397 K.
Greek Monolingual
ο (Α κρούστης) κρούω
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.