κυνοκεφάλαιον: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(No difference)
|
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
κυνοκεφάλαιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλαιον (< κεφαλή)].
(22) |
(No difference)
|
κυνοκεφάλαιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλαιον (< κεφαλή)].