λαβροφαγώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

λαβροφαγῶ, -έω (Α)
τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρπο-φαγώ, ξηρο-φαγώ].