λαγνεία: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />libertinage.<br />'''Étymologie:''' [[λαγνεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />libertinage.<br />'''Étymologie:''' [[λαγνεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λαγνεία]], ιων. τ. λαγνείη) [[λαγνεύω]]<br />[[φιληδονία]], [[ηδυπάθεια]] [[ακολασία]], [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι [[ἄλλο]] αἰτιώτερον [[εἶναι]];», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνουσία]].
}}
}}