μοιρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_10)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιρικός''': -ή, -όν, ([[μοῖρα]] Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.
|lstext='''μοιρικός''': -ή, -όν, ([[μοῖρα]] Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοιρικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μοίρα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει καθοριστεί από τη [[μοίρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />χωρισμένος [[κατά]] γεωγραφικές μοίρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιρικῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] γεωγραφικές μοίρες.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρικός Medium diacritics: μοιρικός Low diacritics: μοιρικός Capitals: ΜΟΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: moirikós Transliteration B: moirikos Transliteration C: moirikos Beta Code: moiriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A μοῖρα 1.5) by degrees, Ptol.Tetr.125, Vett.Val.20.5, al. Adv. -κῶς Id.28.22, Paul. Al.H.2; opp. ζῳδιακῶς, PMich. in Class.Phil.22.13.

German (Pape)

[Seite 198] theilweis, im adv., procl.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρικός: -ή, -όν, (μοῖρα Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.

Greek Monolingual

μοιρικός, -ή, -όν (ΑΜ) μοίρα
μσν.
αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα
αρχ.
χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες.
επίρρ...
μοιρικῶς (Α)
κατά γεωγραφικές μοίρες.