μοιρικός: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιρικός''': -ή, -όν, ([[μοῖρα]] Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β. | |lstext='''μοιρικός''': -ή, -όν, ([[μοῖρα]] Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιρικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μοίρα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει καθοριστεί από τη [[μοίρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />χωρισμένος [[κατά]] γεωγραφικές μοίρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιρικῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] γεωγραφικές μοίρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (
A μοῖρα 1.5) by degrees, Ptol.Tetr.125, Vett.Val.20.5, al. Adv. -κῶς Id.28.22, Paul. Al.H.2; opp. ζῳδιακῶς, PMich. in Class.Phil.22.13.
German (Pape)
[Seite 198] theilweis, im adv., procl.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρικός: -ή, -όν, (μοῖρα Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.
Greek Monolingual
μοιρικός, -ή, -όν (ΑΜ) μοίρα
μσν.
αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα
αρχ.
χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες.
επίρρ...
μοιρικῶς (Α)
κατά γεωγραφικές μοίρες.