μίαχος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_1)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίαχος''': (;) «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
|lstext='''μίαχος''': (;) «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίαχος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]»<br /><b>2.</b> «τὸ δυσῶδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>μια</i>- του [[μιαίνω]], πιθ. με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βόστρυ</i>-<i>χος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίαχος Medium diacritics: μίαχος Low diacritics: μίαχος Capitals: ΜΙΑΧΟΣ
Transliteration A: míachos Transliteration B: miachos Transliteration C: miachos Beta Code: mi/axos

English (LSJ)

μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also,

   A = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.

German (Pape)

[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυ-χος)].