μισθαρνία: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η<br />(Α [[μισθαρνία]]) [[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> [[εργασία]] με [[μισθό]]<br /><b>2.</b> [[λήψη]] μισθού, [[είσπραξη]] μισθού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύστημα]] εργασίας [[κατά]] το οποίο ο [[εργοδότης]], στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό [[μισθό]] για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, [[χωρίς]] κανένα [[ενδιαφέρον]] για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο [[μισθό]] για την [[εργασία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνεία]], [[εκπόρνευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wage-earning, D.18.50,284, Luc.Fug.17; a branch of μεταβλητική, Arist.Pol.1258b25.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Lohnempfangen, Arbeiten um Lohn, Dem. 18, 50. 284 u. A., wie Luc. Fugit. 17; vgl. Arist. pol. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρνία: ἡ, τὸ λαμβάνειν μισθόν, Δημ. 242. 17., 320. 13· ἡ μισθαρνία ἀποτελεῖ μέρος τῆς μεταβλητικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.
Greek Monolingual
η
(Α μισθαρνία) μίσθαρνος
1. εργασία με μισθό
2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού
νεοελλ.
σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μισθό για την εργασία του
αρχ.
πορνεία, εκπόρνευση.