μονόξυλος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait d’une seule pièce de bois.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ξύλον]].
|btext=ος, ον :<br />fait d’une seule pièce de bois.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ξύλον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόξυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από ένα μόνο [[ξύλο]] ή από έναν κορμό δέντρου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόξυλο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τύπος]] μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με [[κοίλανση]] του κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις διαπλέουσιν ἄνω καί [[κάτω]]», Ιπποκρ.<br />β. «[[ὅταν]] γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι τοῑς μονοξύλοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος μόνο από [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[μονοκόμματος]], κατασκευασμένος από ένα [[κομμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]])].
}}
}}