μηχανοδηγός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(25)
(No difference)

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ-οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].