μισόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσόφῐλος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.
|lstext='''μῑσόφῐλος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισόφιλος]], -ον (Α)·, αυτός που μισεί τους φίλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>φιλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόφῐλος Medium diacritics: μισόφιλος Low diacritics: μισόφιλος Capitals: ΜΙΣΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: misóphilos Transliteration B: misophilos Transliteration C: misofilos Beta Code: miso/filos

English (LSJ)

ον,

   A hating friends, Arist.Rh.Al.1442a13, An.Ox.2.290.

German (Pape)

[Seite 192] die Freunde hassend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόφῐλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.

Greek Monolingual

μισόφιλος, -ον (Α)·, αυτός που μισεί τους φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φίλος (πρβλ. φιλό-φιλος)].