λατομίς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6_12)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱτομίς''': -ίδος, ἡ, γλυφίς, [[ἐργαλεῖον]] γλυπτικόν, «κοπίδι», Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 449. 4.
|lstext='''λᾱτομίς''': -ίδος, ἡ, γλυφίς, [[ἐργαλεῖον]] γλυπτικόν, «κοπίδι», Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 449. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[λατομίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />γλυπτικό [[εργαλείο]], [[γλυφίδα]], [[κοπίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πομίς</i> «[[μαχαίρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομίς Medium diacritics: λατομίς Low diacritics: λατομίς Capitals: ΛΑΤΟΜΙΣ
Transliteration A: latomís Transliteration B: latomis Transliteration C: latomis Beta Code: latomi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A stone-chisel, χαλκαῖ λ. Agatharch.29.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομίς: -ίδος, ἡ, γλυφίς, ἐργαλεῖον γλυπτικόν, «κοπίδι», Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 449. 4.

Greek Monolingual

λατομίς, -ίδος, ἡ (Α)
γλυπτικό εργαλείο, γλυφίδα, κοπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + πομίς «μαχαίρι»].