λεπτόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόσαρκος''': -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94. | |lstext='''λεπτόσαρκος''': -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει λεπτές σάρκες, [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απαλό</i>-<i>σαρκος</i>, [[λευκό]]-<i>σαρκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος
μσν.
αυτός που έχει λεπτό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος, λευκό-σαρκος].