λευκωματώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66. | |lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[λευκωματώδης]], -ῶδες) [[λεύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λεύκωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.
German (Pape)
[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.
Greek Monolingual
-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.