ληιάς: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(Autenrieth) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=άδος: [[captive]], Il. 20.193†. | |auten=άδος: [[captive]], Il. 20.193†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληϊάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. θηλ. του [[ληΐδιος]]] [[γυναίκα]] που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐη]], ιων. τ. του [[λεία]], <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<i>κρην</i>-<i>ιάς</i>, <i>ορεστ</i>-<i>ιάς</i>). Με την [[ίδια]] σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ. <i>rawijaja</i>, στον πληθυντικό, «οι αιχμάλωτες»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ληιάς: ποιητ. θηλ. τοῦ ληίδιος, συλληφθεῖσα αἰχμάλωτος, αἰχμάλωτος, ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.
English (Autenrieth)
άδος: captive, Il. 20.193†.
Greek Monolingual
ληϊάς, -άδος, ἡ (Α)
(ποιητ. θηλ. του ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. του λεία, + επίθημα -ιάς (κρην-ιάς, ορεστ-ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ. rawijaja, στον πληθυντικό, «οι αιχμάλωτες»].