λύθρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(23)
(No difference)

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)
1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)
2. κηλίδα από τέτοιο αίμα
3. το ακάθαρτο αίμα που βρίσκεται στη μήτρα της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῡτος», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) το αίμα
5. μτγν. ο ιός, το δηλητήριο της ύδρας
6. μτγν. ο χυμός της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. λύθρος λύθρον < θ. λυ-(πρβλ. λῦμα, λύμη) + επίθημα -θρος (πρβλ. ὄλε-θρος) ή -θρον (πρβλ. βέρε-θρον, μέλπη-θρον), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο ζευγάρι λύθρος και λύθρον είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποιος από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό πάντως να είναι προγενέστερος ο τ. λύθρον, ενώ ο τ. λύθρος να σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό επίθημα -θρος, κατά τα βρότος και ὄλεθρος. Το επίθημα του λύθρον εμφανίζεται στο ιλλυρικό τοπωνύμιο Ludrum (όπου το -d- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο dh)].———————— (II)
ο
βοτ. το τυπικό είδος της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λυθρίδες.