μαγαδίζω: Difference between revisions

23
(6_21)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαγᾰδίζω''': τῇ μαγάδει [[διαψάλλω]] (ἴδε [[μάγαδις]]), Θεόφιλ. ἐν «Νεοπτολέμῳ» 2· ἴδε [[μάγαδις]].
|lstext='''μαγᾰδίζω''': τῇ μαγάδει [[διαψάλλω]] (ἴδε [[μάγαδις]]), Θεόφιλ. ἐν «Νεοπτολέμῳ» 2· ἴδε [[μάγαδις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγαδίζω]] (Α) [[μάγαδις]]<br /><b>1.</b> [[παίζω]] το μουσικό όργανο [[μάγαδις]]<br /><b>2.</b> [[παίζω]], [[συνοδεύω]] κάποιον, [[συμψάλλω]] στον [[διαπασών]] τόνο, [[επειδή]] οι χορδές της μαγάδιδος ήταν χορδισμένες [[μεταξύ]] τους [[κατά]] [[οκτώ]] τόνους ή [[κατά]] μία [[οκτάβα]] («μαγαδίζειν ἐν τῇ [[διαπασῶν]] συμφωνίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}