μακροειδής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_7) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακροειδής''': -ές, ἔχων μακρὸν [[σχῆμα]], Ἐρωτιαν. σ. 208. | |lstext='''μακροειδής''': -ές, ἔχων μακρὸν [[σχῆμα]], Ἐρωτιαν. σ. 208. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακροειδής]], -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μακρουλό [[σχήμα]], επιμήκη [[μορφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A tall, BGU364.6 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.
Greek Monolingual
μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.