μεγαλομυκητής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(6_19)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλομῡκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς μυκώμενος, Ἡσύχ.
|lstext='''μεγᾰλομῡκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς μυκώμενος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλομυκητής]], ὁ (Α)<br />αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μυκητής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλομῡκητής Medium diacritics: μεγαλομυκητής Low diacritics: μεγαλομυκητής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΥΚΗΤΗΣ
Transliteration A: megalomykētḗs Transliteration B: megalomykētēs Transliteration C: megalomykitis Beta Code: megalomukhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A loud bellower, gloss on μεγάμυκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 106] ὁ, der laut, stark Brüllende, vom Esel, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομῡκητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς μυκώμενος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεγαλομυκητής, ὁ (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + μυκητής (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»)].